- ομοιοκινητικός
- -ή, -ό1. όρος που χαρακτηρίζει μια σύζευξη αξόνων στην οποία οι ταχύτητες τού οδηγού άξονα και τού οδηγούμενου άξονα είναι πάντοτε ίσες μεταξύ τους και κανονικές ακόμη και όταν οι δύο άξονες δεν βρίσκονται πάνω στην ίδια ευθεία2. φυσ. χαρακτηρισμός τών πυρηνικών σωματιδίων που κινούνται με την ίδια ταχύτητα («ομοιοκινητικά ηλεκτρόνια»).
Dictionary of Greek. 2013.