ομοιοκινητικός

ομοιοκινητικός
-ή, -ό
1. όρος που χαρακτηρίζει μια σύζευξη αξόνων στην οποία οι ταχύτητες τού οδηγού άξονα και τού οδηγούμενου άξονα είναι πάντοτε ίσες μεταξύ τους και κανονικές ακόμη και όταν οι δύο άξονες δεν βρίσκονται πάνω στην ίδια ευθεία
2. φυσ. χαρακτηρισμός τών πυρηνικών σωματιδίων που κινούνται με την ίδια ταχύτητα («ομοιοκινητικά ηλεκτρόνια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”